- ψυχρολογία
- ἡ, ΜΑ [ψυχρολόγος]ψυχρός λόγος, κρυάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχρολογία — ψυχρολογίᾱ , ψυχρολογία nonsense fem nom/voc/acc dual ψυχρολογίᾱ , ψυχρολογία nonsense fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρολογίᾳ — ψυχρολογίαι , ψυχρολογία nonsense fem nom/voc pl ψυχρολογίᾱͅ , ψυχρολογία nonsense fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρολογίας — ψυχρολογίᾱς , ψυχρολογία nonsense fem acc pl ψυχρολογίᾱς , ψυχρολογία nonsense fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρολογίαν — ψυχρολογίᾱν , ψυχρολογία nonsense fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρολογίαις — ψυχρολογία nonsense fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ψυχρία — ἡ, ΜΑ [ψυχρός] κρύο, ψύχρα αρχ.μτφ. ψυχρολογία* («ὡς ναυτιῶν ὑπὸ τῆς ἐκείνου ψυχρίας», Σχόλ. Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ψυχρός — ή, ό / ψυχρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ψυχθρός και ομηρ. τ. θηλ. ή Α 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος (α. «ψυχρός άνεμος» β. «ψυχρό κλίμα» γ. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό», Ομ. Οδ., δ. «εἰς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
ψυχρότητα — η / ψυχρότης, ητος, ΝΜΑ [ψυχρός] 1. η ιδιότητα τού ψυχρού 2. έλλειψη συναισθηματικής θέρμης νεοελλ. 1. η ανικανότητα ενός ατόμου να αισθανθεί γενετήσια ηδονή («γυναικεία ψυχρότητα») 2. φρ. «ψυχρότητα ανέμου» (μετεωρ.) μέτρο τής ψυκτικής δράσης… … Dictionary of Greek
ψύχρευμα — τὸ, Α [ψυχρεύομαι] ψυχρολογία* … Dictionary of Greek